- θυμοβόρος
- -ο (Α θυμοβόρος, -ον)αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην.β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος, σαρκο-βόρος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμοβόρος — θῡμοβόρος , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοβόρον — θῡμοβόρον , θυμοβόρος eating the heart masc/fem acc sg θῡμοβόρον , θυμοβόρος eating the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοβόρω — θῡμοβόρω , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual θῡμοβόρω , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοβορώ — θυμοβορῶ, έω (Α) [θυμοβόρος] κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
θυμοβόροι — θῡμοβόροι , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοβόροιο — θῡμοβόροιο , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοβόροις — θῡμοβόροις , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοβόροισι — θῡμοβόροισι , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)